ηλιοστάλα(γ)μα

ηλιοστάλα(γ)μα
το, -ατος
1. το διάχυτο ηλιακό φως.
2. το φως του φεγγαριού (που προέρχεται από το ηλιακό φως).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”